Τρίτη 25 Αυγούστου 2009

ΙΧΝΗΛΑΤΩΝΤΑΣ - 25/8/2009

Βουβή οργή...

Ζεις σε μια περιοχή της Ανατολικής Αττικής. Σ’ ένα σπίτι που έχτισες με χίλια βάσανα. Νόμιμα. Ή παράνομα -κακώς, κάκιστα, αλλά «εδώ είναι Ελλάντα», όλα επιτρέπονται (!)- κι εν συνεχεία το νομιμοποίησες ή σκοπεύεις, κάποια στιγμή, να το κάνεις. Ούτε ο πρώτος είσαι, ούτε ο τελευταίος, σκέφτεσαι. «Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθο βαλέτω». Σ’ ένα σπίτι που, πολύ πιθανόν, να το χρωστάς ακόμη στην τράπεζα. Με τις μηνιαίες δόσεις να «τρέχουν».

Ξημερώνει η Παρασκευή 21η Αυγούστου. Φεύγεις από το σπίτι για να πας στη δουλειά σου. Καθ’ οδόν, έχεις στο μυαλό σου διάφορα. Ότι φέτος δεν κατάφερες να πας διακοπές, γιατί τα οικονομικά σου δεν το επέτρεπαν, ότι μέχρι το τέλος του μήνα πρέπει να κινείσαι «συντηρητικά», διαφορετικά θα πρέπει να σηκώσεις πάλι χρήματα με τη ρημάδα την πιστωτική κάρτα -αυτόν τον εσαεί, όπως διαφαίνεται, «βραχνά», που όμως από καιρού εις καιρόν σου επιτρέπει, με κόστος βαρύ βέβαια, ν’ «αναπνέεις»- ότι σε λίγες ημέρες ανοίγουν τα σχολεία, επομένως «έρχονται» νέα έξοδα. Σκέφτεσαι, δηλαδή, ό,τι σκέφτονται χιλιάδες άλλοι συνάνθρωποί σου, σχεδόν καθημερινά.

Το απόγευμα, στο σπίτι, κάνεις σχέδια -«φτωχά», αλλά όμορφα- για το Σαββατοκύριακο με τη γυναίκα σου. «Η φτώχεια θέλει καλοπέραση». Στο δελτίο «των οκτώ» ακούς για την εκδήλωση πυρκαγιάς στην Αττική. Είναι σχετικά κοντά στο σπίτι μας, σκέφτεσαι, και αυξάνεις την ένταση του ήχου. Μονομιάς, όλα τα άλλα σου φαίνονται πολύ μακρινά. Λες;

Το ξημέρωμα σε βρίσκει ξάγρυπνο. Προσπάθησες να είσαι καθησυχαστικός στη γυναίκα σου και στα ανήλικα παιδιά σου. Δεν μπορεί, λες, τα παθήματα θα τους έχουν γίνει μαθήματα. Δεν μπορεί να επαναληφθεί ό,τι έγινε πρόπερσι στην Ηλεία. Στις 6.30, χαράματα ακόμη, είσαι καρφωμένος στην τηλεόραση και ενημερώνεσαι διαρκώς. Η φωτιά είναι σε ύφεση. Μάλλον πως όλα θα πάνε καλά, λες στον εαυτό σου -για να το πιστέψεις;- και πέφτεις για ύπνο και πάλι.

Τρεις ώρες αργότερα, τα δεδομένα έχουν αντιστραφεί. Λάθος σχεδιασμός -αν υπήρξε ποτέ-, λάθος εκτίμηση, λάθος αντίδραση, το ένα λάθος πίσω από το άλλο, ήρθε και ο «στρατηγός Άνεμος», και η φωτιά μαίνεται ανεξέλεγκτη, με κατεύθυνση -και- το σπίτι σου.

Το άγχος νιώθεις να σε κυριεύει. Η απελπισία «σού χτυπά την πόρτα». Λες; Και αν ναι; Συγκαλείς «οικογενειακό συμβούλιο». Βάλτε στα αυτοκίνητα τα σημαντικότερα πράγματα που έχουμε, έγγραφα, συμβόλαια, χρήματα, λίγα ρούχα, αντικείμενα ιδιαίτερης συναισθηματικής αξίας, και να είστε έτοιμοι για όλα, λες κοφτά. Αν είσαι τυχερός κι έχεις καθαρό μυαλό εκείνη την ώρα. Εσύ βγαίνεις έξω. Στους δρόμους. Εκεί είναι και άλλοι, πολλοί. Με λάστιχα στα χέρια, με κουβάδες γεμάτους νερό, με κλαδιά. Είναι και ο Μανώλης, και η Κατερίνα και η Ελένη και ο Γιώργος και η Ματίνα. Όλοι εκεί. Ουδείς σκοπεύει να «λιποτακτήσει» πριν δώσει τη μάχη. Μια μάχη μέχρις εσχάτων. Μια μάχη άνιση.

Οι χειρότεροι φόβοι σου επαληθεύονται. Η φωτιά πλησιάζει επικίνδυνα. Οι πύρινες φλόγες καταστρέφουν ήδη το σπίτι του Σταμάτη, πεντακόσια μέτρα παραπέρα. Φωνάζεις τη γυναίκα σου και τα παιδιά και τους λες να φύγουν. Εκείνη αρνείται. Πρέπει. Σκέψου τα παιδιά. Εγώ θα είμαι καλά, λες. Κοντοστέκεται. Υπερτερεί η λογική. Και το μητρικό ένστικτο. Σε φιλά φευγαλέα, μπαίνει στο ένα από τα δύο αυτοκίνητα και απομακρύνεται με ταχύτητα.

Η φωτιά έχει πλέον φτάσει στο σπίτι σου. Πυροσβέστες, εργαζόμενοι στον Δήμο, γείτονες, όλοι μαζί παλεύετε με λύσσα. Μες στον καπνό, μέσα, σχεδόν, στις φλόγες, με ό,τι μέσο διαθέτετε, με αυτοθυσία. Είναι ανώφελο, όμως. Μάταιος ο κόπος. Η απελπισία, πλέον, σε κυριεύει. Νιώθεις ότι η ζωή σου όλη, η ύπαρξή σου σβήνει. Τρέχεις για ν’ αναπνεύσεις, να σωθείς. Τρέχεις με δάκρυα στα μάτια. Τρέχεις με την οργή να φουντώνει μέσα σου, όπως φούντωσε η φωτιά. Τρέχεις...

Μία εβδομάδα αργότερα, η φωτιά, αφού κατέκαψε τουλάχιστον 200 σπίτια, και περίπου 230.000 στρέμματα δάσους και καλλιεργειών, έχει σβήσει. Η επόμενη ημέρα αποκαλύπτει το μέγεθος του πύρινου εφιάλτη. Δεν υπάρχουν λόγια... Οι κόποι μιας ζωής έγιναν στάχτη. Απόλυτη καταστροφή. Πολυεπίπεδη και πολυσήμαντη. Νιώθεις κενός, νιώθεις μόνος, νιώθεις ευάλωτος, νιώθεις επί ξύλου κρεμάμενος. Κυρίως, νιώθεις ότι δεν υπάρχει Πολιτεία. Δεν υπάρχει Κράτος. Νιώθεις, γνωρίζεις πια, ότι δεν υπάρχει κανείς να σε προστατεύσει, να σταθεί δίπλα σου, με υπευθυνότητα, αποτελεσματικότητα και συνέπεια.

Και αυτό είναι το σημαντικότερο απ’ όλα, τελικά. Η απουσία της επίσημης Πολιτείας και η ανικανότητά της να εξασφαλίσει στους πολίτες ό,τι σημαντικότερο: την προστασία της ζωής τους και της περιουσίας τους, ιδιωτικής, αλλά και δημόσιας. Με τη σκέψη αυτή, η οργή μέσα σου νιώθεις να ξαναθεριεύει... Δεν μιλάς. Κοιτάς με απλανές βλέμμα το σημείο όπου κάποτε βρίσκονταν στεγασμένα τα όνειρά σου. Η ελπίδα έσβησε. Η ανηφόρα, πλέον, μεγάλη. Και μοναχική. Γιατί τα όποια τριχίλιαρα και οι όποιες κυβερνητικές και άλλες υποσχέσεις -νιώθεις ότι-, για άλλη μια φορά, είναι στάχτη στα μάτια. Και, μάλιστα, χειρότερη από τη στάχτη που δεν σου επέτρεπε να πάρεις ανάσα, όταν έδινες την άνιση μάχη με τις φλόγες...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου