ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: ΣΑΒΒΑΤΟ 5 ΜΑΪΟΥ 2012
Η
παραμυθοχώρα...
Του
ΓΙΩΡΓΟΥ ΓΕΩΡΓΑΚΑΚΗ
Μια
φορά κι έναν καιρό, σε μια χώρα μακρινή,
που την έβρεχε η θάλασσα και τη φώτιζε
ο ήλιος εννιά μήνες τον χρόνο, ζούσε
ένας λαός που αγαπούσε τα παραμύθια.
Παραμύθια
της γιαγιάς και του παππού, παραμύθια
του Άντερσεν, παραμύθια των αδελφών
Γκριμμ, παραμύθια της Χαλιμάς, παραμύθια
για μικρούς και μεγάλους.
Ήταν
τέτοια η αγάπη του λαού αυτού για τα
παραμύθια, που όσοι αποδείκνυαν στην
πράξη ότι είχαν το ταλέντο να τα
“διηγούνται” με παραστατικότητα,
γλαφυρότητα και πειθώ απολάμβαναν
προνόμια μοναδικά.
Καθισμένοι
σε “θρόνους χρυσούς”!
Δίπλα
και γύρω από αυτούς τους εξαιρετικούς
ή και λιγότερο εξαιρετικούς παραμυθάδες,
βρίσκονταν άλλοι, πολλοί, φίλοι των...
παραμυθιών και των παραμυθάδων, κατά
πώς δήλωναν με στόμφο και ύφος, σε κάθε
ευκαιρία.
Εκείνοι,
με τη σειρά τους, φρόντιζαν να προσφέρουν
ποικιλοτρόπως τις υπηρεσίες τους για
τη συγγραφή, τη μετάδοση και την επανάληψη
των παραμυθιών, απολαμβάνοντας,
ταυτόχρονα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο,
ορισμένα ή και περισσότερα από τα
σημαντικά προνόμια των παραμυθάδων.
Καθισμένοι
σε “θρόνους αργυρούς”!
Και
γύρω από εκείνους βρίσκονταν χιλιάδες,
εκατομμύρια άλλοι, που είτε γνώριζαν
ότι τα παραμύθια ήταν... παραμύθια, αλλά
βολεύονταν ποικιλοτρόπως με τη ζωή
σαν... παραμύθι είτε αυτοπαραμυθιάζονταν
ότι τα παραμύθια δεν ήταν παραμύθια,
αλλά πραγματικότητα με “πινελιές”
παραμυθιών.
Καθισμένοι
σε αναπαυτικούς καναπέδες, σε άνετες
ξαπλώστρες θαλάσσης, σε δερμάτινα
καθίσματα αυτοκινήτων, αλλά και σε
άβολες καρέκλες, σε πεζούλες, σε στάσεις
λεωφορείων, σε πεζοδρόμια, στον δρόμο.
Κάποτε,
στη χώρα εκείνη, οι πολίτες συνειδητοποίησαν,
απρόσμενα και εντελώς ξαφνικά, ότι τα
παραμύθια που τους διηγούνταν όσοι
κάθονταν σε “θρόνους χρυσούς” είχαν
άσχημο τέλος! Το παραδέχθηκαν, μάλιστα,
οι περισσότεροι των παραμυθάδων.
Η
αναστάτωση που προκλήθηκε ήταν πρωτοφανής.
Ο ψυχισμός τους κλονίστηκε, η εμπιστοσύνη
τους στους παλιούς παραμυθάδες χάθηκε,
κουβέντες βαριές και άδικες -σε πολλές
περιπτώσεις- εκστομίστηκαν. Χωρίς ίχνος
αυτοκριτικής. Χωρίς να κοιταχθεί κανείς
στον καθρέφτη. Έφταιγαν μόνο οι
παραμυθάδες. Κανείς άλλος!
Συνεκλήθη
συνέλευση και οι πολίτες της χώρας
έπρεπε να επιλέξουν, πλέον, τον δρόμο
που θα διάλεγαν να βαδίσουν.
Kάποιοι,
λίγοι, ελάχιστοι, πρότειναν να πορευτούν
χωρίς παραμύθια.
Κάποιοι,
πολλοί, έμειναν σιωπηλοί.
Είτε
γιατί ένιωθαν ενοχές για την ανοχή τους
στα επί σειρά ετών παραμύθια είτε γιατί
δεν τολμούσαν να παραδεχθούν δημόσια
ότι θα συνέχιζαν να ακούν τους παλιούς
παραμυθάδες, που πλέον εμφανίζονταν
-στ' αλήθεια ή τάχα μου τάχα μου;-
μετανιωμένοι. “Αυτούς ήξεραν, αυτούς
εμπιστεύονταν”.
Πολλοί
άλλοι τάχθηκαν αναφανδόν υπέρ της
επιλογής... άλλων παραμυθάδων. Τα παραμύθια
των οποίων ήταν πολύ πιο εντυπωσιακά
και είχαν, μάλιστα, κατά πώς τους
υποσχέθηκαν, δράκους που πέταγαν φωτιές
από το στόμα και, κυρίως, αίσιο τέλος.
Τι
έπραξαν, τελικά, οι κάτοικοι της
παραμυθοχώρας ουδείς γνωρίζει μετά
βεβαιότητας.
Ένα,
πάντως, είναι σίγουρο. Πως ό,τι και αν
αποφάσισαν, εξακολουθούν να λατρεύουν
τα παραμύθια!
Και
ζήσανε αυτοί κακά κι εμείς... ίδωμεν.
Κυριακή, κοντή γιορτή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου